αβουτύρωτος

αβουτύρωτος
-η, -ο [βουτυρώνω]
1. αυτός που δεν περιέχει βούτυρο
2. αυτός που δεν έχει αλειφτεί με βούτυρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβουτύρωτος — η, ο εκείνος που δεν έχει βούτυρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”